- μελίεφθος
- μελίεφθος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ψηθεί μέσα σε μέλι2. το ουδ. ως ουσ. το μελίεφθονσκεύος για το μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ἑφθός (< ἕψω «ψήνω»), πρβλ. ημί-εφθος, πολύ-εφθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μελίεφθον — και μελιέφθιον, τὸ (Α) βλ. μελίεφθος … Dictionary of Greek